ορειχαλκουργία

ορειχαλκουργία
η [ορειχαλκουργός]
η τέχνη τού ορειχαλκουργού, η κατεργασία τού ορειχάλκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Κερμάν — (Kerman). Πόλη (384.991 κάτ. το 1996) του Ιράν και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (181.814 τ. χλμ., 2.004.328 κάτ.). Eίναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.700 μ., σε μια κοιλάδα του υψιπέδου του νοτιοανατολικού Ιράν που είναι εύφορη, λόγω των αρδευτικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”